Wed, 04 December 2024

Αγαπητοί συνάδελφοι,

τους τελευταίους μήνες, χωρίς αμφιβολία, κυρίαρχο θέμα της επικαιρότητας είναι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και οι επιπτώσεις της.

Ήδη, στα μέσα ενημέρωσης, διεθνώς, γίνεται παραλληλισμός της σύγχρονης οικονομικής κρίσης με την αντίστοιχη παγκόσμια οικονομική ύφεση και το χρηματιστηριακό κραχ του 29.

Δε θα σταθούμε στις πολλές ομοιότητες των δύο αυτών περιπτώσεων (αναφέρουμε ενδεικτικά την κατάρρευση χρηματιστηριακών δεικτών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τον υπερβολικό δανεισμό σε συνδυασμό με τη χαλαρή πίστωση, τις επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο, την κρίση στις αυτοκινητοβιομηχανίες και τον κλάδο των κατασκευών, την υποκατανάλωση, την αναμενόμενη από πολλούς, και όχι άδικα, συρρίκνωση των κερδών των επιχειρήσεων, τη μείωση της παραγωγής, τη δραματική αύξηση της ανεργίας κ.ο.κ).

Εκεί, ωστόσο, που θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα προσεκτικοί είναι ότι με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και το θέμα της αναχρηματοδότησης τού δημοσίου χρέους, βλέπουν και πάλι το φως της δημοσιότητας «προτάσεις» εξόδου από την κρίση που, ω του θαύματος!, αφορούν και πάλι τους εργαζόμενους.

Για ακόμη μια φορά γίνεται λόγος για πάγωμα ή για οριακές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, για μεγαλύτερη ευελιξία και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (ελεύθερες απολύσεις), 3ήμερη ή 4ήμερη απασχόληση με αντίστοιχη περικοπή μισθών, ανατροπές στο ασφαλιστικό με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, κατάργηση φοροαπαλλαγών, ακόμη και συστάσεις για έκτακτη εισφορά ή αύξηση συντελεστών  ΦΠΑ.

Εκείνο που δεν μας λένε οι εισηγητές αυτών των προτάσεων, είναι πως, μέσω των σχεδιασμών αυτών, που πλήττουν σαφώς εργασιακά δικαιώματα και επιδρούν αρνητικά στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, θα τονωθεί και πάλι η κατανάλωση, θα αυξηθούν οι παραγγελίες των επιχειρήσεων και το παραγόμενο προϊόν των βιομηχανιών και θα διατηρηθούν ή και θα αυξηθούν οι ανάγκες για νέες θέσεις εργασίας.

Αντίθετα, θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι δεν γίνεται λόγος αντίστοιχα για την ανάγκη αύξησης των δημοσίων δαπανών και τη μείωση της φορολογίας με στόχο την αύξηση των θέσεων απασχόλησης, μείωση των επιτοκίων και τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, προστασία της σταθερής απασχόλησης αντί της ανασφάλειας που δημιουργούν οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας με τη λήψη μέτρων για την επαγγελματική κατάρτιση και επανεκπαίδευση των ανέργων, διεύρυνση του κοινωνικού κράτους και αύξηση των επιδομάτων ανεργίας, στροφή στη δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας για την προστασία του περιβάλλοντος, περιορισμός των εξοπλιστικών δαπανών, κ.α.

 Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, επιχειρείται η μετακύλιση των συνεπειών της κρίσης στους εργαζόμενους και, μάλιστα, τη στιγμή που είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές αγορές είναι επιρρεπείς στο να δημιουργούν «φούσκες» στα προϊόντα τους….

Ωστόσο, για μας τους ίδιους, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναστοχαστούμε πόσο πολύ έχουμε αναδείξει σε αυτοσκοπό την εξυπηρέτηση των ψεύτικων καταναλωτικών «αναγκών», αλλά και την ευθύνη μας να ανασυγκροτήσουμε το συλλογικό πνεύμα ως μοναδική ελπίδα και μέσο ανάσχεσης στους αντεργατικούς σχεδιασμούς.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα πάψουμε να δεχόμαστε μοιρολατρικά τις όποιες εξελίξεις, θεωρώντας πιθανά και «ευνοημένο» τον εαυτό μας για το ότι εργάζεται ακόμη και με «εκπτώσεις» στα εργασιακά του δικαιώματα.

Οφείλουμε, παράλληλα, να αντισταθούμε στα ανησυχητικά φαινόμενα τρομοκρατίας με θύματα τους εργαζόμενους και τελευταίο θλιβερό παράδειγμα το σοβαρό τραυματισμό της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα.

Και κάτι τελευταίο για τον προβληματισμό μας. Η ιστορία δυστυχώς μας διδάσκει ότι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι πολίτες, στην απελπισία τους, αναζητούν τη λύση σε ακραίες ιδεολογίες (η άνοδος του Φασισμού στην Ευρώπη συμπίπτει χρονικά με τη μεγάλη εξαθλίωση ως απόρροια της ύφεσης του  29), όπως και το ότι το τέλος της ίδιας κρίσης ταυτίστηκε με την ώθηση που δόθηκε από την πολεμική οικονομία στα τέλη της δεκαετίας του  30.  

                                    Με  συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ο Πρόεδρος                                Ο Γεν. Γραμματέας

 

Ισίδωρος Γοίλιας                         Εμμανουήλ Μπεμπένης