Το άρθρο 648 Α.Κ. -όπως και κάθε αντίστοιχο νομοθέτημα διεθνώς- προέβλεψε ότι «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό». Δύο είναι επομένως τα στοιχεία που προϋποτίθενται και αρκούν για την αναγνώριση μιας συμβατικής σχέσης, ως σχέσης εργασίας: η παροχή από τον εργαζόμενο της εργασιακής του δύναμης (ως φυσικής δραστηριότητας) και η καταβολή από τον εργοδότη του ανταλλάγματος που ονομάστηκε μισθός.
Η διαλεκτική σχέση των δύο αυτών θεμελιακών και αναγκαίων χαρακτηριστικών -με τις διάφορες μορφές και ονομασίες που αυτά προσέλαβαν και συνεχίζουν να προσλαμβάνουν- είναι, λοιπόν, σε τέτοιο βαθμό ταυτόσημη με την έννοια της εργασίας, ώστε κάθε απόπειρα υποκατάστασης αυτών των στοιχείων (της παροχής της εργασιακής δύναμης από τη μια και της καταβολής του μισθού από την άλλη) να ελέγχεται ως ανιστόρητη, φιλοσοφικά εσφαλμένη και, για το υφιστάμενο σύστημα παραγωγικών σχέσεων, οικονομικά αλυσιτελής. Μια τέτοια μορφή υποκατάστασης, η σοβαρότερη και η πλέον διαδεδομένη σήμερα, είναι και η τάση να αξιώνεται από τον εργαζόμενο, όχι μόνο να προσφέρει την εργασιακή του δύναμη, αλλά να επιτυγχάνει άμεσα κέρδη για τον εργοδότη ή τέτοιο αποτέλεσμα που να οδηγεί άμεσα σε κέρδη, ώστε, από την επίτευξή τους, να εξαρτάται η εργοδοτική αντιπαροχή και η διατήρηση της εργασίας. Είναι η αλλοίωση των εννοιολογικών χαρακτηριστικών της εργασιακής σχέσης που κατά παραπλανητικό ευφημισμό γίνεται ολοένα και πιο γνωστή ως «στοχοθεσία».
Πρόκειται για την τάση σύνδεσης μισθολογικών κυρίως (αλλά και επαγγελματικών, εν γένει) ωφελημάτων που ο μισθωτός δικαιούται βάσει της σύμβασής του να αναμένει, όχι πια με την κατά τα συμφωνημένα παροχή της εργασίας του, αλλά με το βαθμό επίτευξης συγκεκριμένων επιχειρηματικών στόχων που τίθενται από τον εργοδότη και που τελικά πιστώνονται, βέβαια, στον ίδιο. Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις (ο κλάδος των Τραπεζών αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο ευδοκίμησης του φαινομένου) υποκαθιστούν σταδιακά το μισθό (ή συναρτούν την αύξησή του) με παροχές που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα, λιγότερο ή περισσότερο, από το αποτέλεσμα που παράγεται σε όφελός τους και, κατ’ επέκταση από μία σειρά μεταβλητών που μοιραία βρίσκονται έξω από το πεδίο ελέγχου και ευθύνης του εργαζόμενου. Η οικονομική κρίση, η δυστοκία της αγοράς, η μη ανταπόκριση του καταναλωτικού κοινού σε προϊόντα υπερτιμημένα ή μη ελκυστικά χρεώνεται, μέσω της διαδικασίας της αξιολόγησης, στο μισθωτό (καθώς «δεν πέτυχε τους στόχους» που του τέθηκαν) και η υποχρέωση παροχής της εργασίας του εκφυλίζεται έτσι σε υποχρέωση αποτελέσματος, ώστε ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασής του να καταστεί σταδιακά κενό γράμμα.
Στις τραπεζικές επιχειρήσεις αυτή η εκφυλιστική της εργασιακής σχέσης διαδικασία γίνεται ακόμα πιο εμφανής, λόγω της φύσης του παραγόμενου και προσφερόμενου στην αγορά «προϊόντος», που, ενώ καθορίζεται απόλυτα από τον τρόπο αντίληψης και άσκησης από τις τράπεζες της επιχειρηματικής τους πολιτικής, επιχειρείται σήμερα να χρεωθεί κατά τον πιο σκανδαλώδη τρόπο στον εργαζόμενο και να αποτελέσει παράμετρο αποτίμησης της επαγγελματικής του επάρκειας. «Τοξικά» τραπεζικά προϊόντα, «δομημένα» ομόλογα, πενιχρά επιτόκια καταθέσεων και δυσθεώρητα επιτόκια δανεισμού, πρέπει -σε συνθήκες κρίσης και ύφεσης- να προωθηθούν μαζικά στην αγορά, ώστε να επιτευχθούν οι τιθέμενοι από τον εργοδότη στόχοι. Στόχοι εξωπραγματικοί, από την επίτευξη των οποίων όμως καθορίζεται η αξιολόγηση και εξαρτάται, τελικά, η επαγγελματική τύχη του τραπεζοϋπαλλήλου.
Η πρακτική αυτή παρουσιάζεται βέβαια (σε μια εποχή αξιακής πρόταξης της ατομικής ευθύνης) ως ευκαιρία διεύρυνσης των αποδοχών, ως κίνητρο για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, που εναπόκειται στην κρίση και τη βούληση του μισθωτού. Στην πράξη όμως δεν είναι τίποτε άλλο από τη σταδιακή μετάθεση στον εργαζόμενο -και πάντως τον επιμερισμό- του επιχειρηματικού κινδύνου, που εξ ορισμού φέρει αποκλειστικά ο εργοδότης, από τη στιγμή που «αγοράζει» την εργασιακή δύναμη του μισθωτού, για να τη χρησιμοποιήσει κατά τους σκοπούς του. Ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης, παραιτείται από την επαγγελματική του ανεξαρτησία, από τη δυνατότητα να αναπτύξει μία οικονομική δραστηριότητα με δική του ευθύνη (και κίνδυνο). Σε αντιστάθμισμα της διάθεσης αυτής της δυνατότητας, αναπτύχθηκε η προστασία που παρέχει το εργατικό δίκαιο και είναι γι’ αυτό που την προστασία αυτή επιβαρύνεται κατά κύριο λόγο ο εργοδότης. Έτσι, λοιπόν, ακόμη κι αν στοιχεία απ’ αυτά που η σύγχρονη πραγματικότητα της εργασιακής σχέσης επιβάλλει προσιδιάζουν συχνά σε άλλες κατηγορίες συμβατικών σχέσεων (όπως π.χ. στη σύμβαση μεσιτείας, σε περιπτώσεις όπου οι αποδοχές του εργαζόμενου εξαρτώνται από τους πελάτες που θα προσελκύσει ή τη σύμβαση έργου σε άλλες περιπτώσεις υποχρέωσης αποτελέσματος) η τάση αυτή της υποκατάστασης της υποχρέωσης παροχής της εργασιακής δύναμης του μισθωτού από την υποχρέωση επίτευξης επιχειρηματικού κέρδους υπέρ του εργοδότη, πρέπει να αντιμετωπίζεται με τους κανόνες και τα μεθοδολογικά εργαλεία της εργατοδικαιικής προστασίας.
Σημειώθηκε ήδη ότι η κατάστρωση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας του εργαζόμενου, ως του εξ ορισμού και εγγενώς αδύναμου μέρους, οικοδομήθηκε γύρω από την ορθή ανάγνωση της διαλεκτικής σχέσης της παροχής της εργασιακής δύναμης με την αντιπαροχή του μισθού. Η αντιμετώπιση λοιπόν και αντιστροφή των εκφυλιστικών τάσεων μετακύλισης του επιχειρηματικού κινδύνου και εξάρτησης του βιοπορισμού του μισθωτού από στοιχεία ευκαιριακά (στοιχεία που εν πάση περιπτώσει ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει), διέρχεται αναγκαστικά μέσα από την αποσαφήνιση του πραγματικού υποκειμένου των επιχειρηματικών «στόχων» και την υπόμνηση της αυτοτελούς -και ανεξάρτητης από το αποτέλεσμα- «αξιολόγησης» της εργασιακής δύναμης (μια και ούτως ή άλλως εδώ και πολλούς αιώνες αυτή γίνεται αντιληπτή ως αγαθό εμπορεύσιμο).
Πετρόπουλος Αναστάσιος