Thu, 23 January 2025
Τοδιευθυντικό δικαίωματου εργοδότη σημαίνει ότι μπορεί αυτός να ρυθμίζει όπως θέλει τους όρους αμοιβής και εργασίας μου, την υπηρεσιακή μου εξέλιξη κλπ; Μπορεί, ακόμα, να τροποποιεί μόνος του και σε δυσμενέστερη για μένα βάση τις αποδοχές, το αντικείμενο ή άλλα στοιχεία της εργασιακής μου σχέσης;

To διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη είναι η εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις της εξουσίας του για οργάνωση, διαμόρφωση, λειτουργία και διεύθυνση της επιχείρησης. Στην ιεραρχία των μέσων διαμόρφωσης των σχέσεων εργασίας το διευθυντικό δικαίωμα έχει την τελευταία θέση, καθώς προηγούνται σε δύναμη επιβολής κατά σειρά σημασίας το Σύνταγμα, οι διεθνείς κανόνες και οι διεθνείς συμβάσεις, ενώ ακολουθεί η κοινή εργατική νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτών των πηγών ασκείται και η αυτόνομη νομοθέτηση με τις Σ.Σ.Ε. και τις διαιτητικές αποφάσεις και εν συνεχεία με τους κανονισμούς εργασίας και τις συμμετοχικές διαδικασίες. Ακολουθεί σε σειρά σπουδαιότητας η πρακτική της επιχείρησης (εφόσον υπάρχει) και η ατομική σύμβαση εργασίας, για να συναντήσουμε στη βάση της κατάταξης αυτής το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Συνεπώς το περιεχόμενο της σχέσης εργασίας διαμορφώνεται από τους προαναφερθέντες παράγοντες και λιγότερο από το διευθυντικό δικαίωμα, που δεν μπορεί να τους παραβιάζει.

Ειδικότερα:

α) Ως προς τις αποδοχές:

Αυτές ισχύουν όπως διαμορφώνονται από το νόμο, τις κλαδικές και επιχειρησιακές Σ.Σ.Ε., την ατομική σύμβαση εργασίας και την επιχειρησιακή συνήθεια. Είναι αυτονόητο ότι κάθε φορά ισχύει η ευμενέστερη για τον εργαζόμενο ρύθμιση. To διευθυντικό δικαίωμα, επειδή καλύπτει το χώρο που δεν καλύπτουν τα άλλα μέσα διαμόρφωσης της εργασιακής σχέσης, δεν παρέχει την εξουσία στον εργοδότη να τροποποιεί αδιακρίτως τις αποδοχές σε δυσμενέστερη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση συντρέχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης, με ευθύνη του εργοδότη.

β) Προαγωγές:

Κατά μία άττοψη (ΑΠ 1717/95, ΔΕΝ 52.1009) η προαγωγή του καταλληλότερου μισθωτού ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ο εργαζόμενος, όμως, ενδέχεται να έχει παράλληλη αξίωση προαγωγής, που να πηγάζει από τη σύμβαση, από τον Οργανισμό Προσωπικού ή τον κανονισμό εργασίας. Κατά άλλη άποψη (μειοψηφούσα στην ίδια απόφαση) η προαγωγή είναι συμβατικό δικαίωμα του μισθωτού.

Σε ορισμένους Οργανισμούς Προσωπικού Τραπεζών, που προβλέπουν σύστημα καταρχαιότητα, κατεκλογή και κατεξαίρεση προαγωγών πρέπει να διακρίνουμε:

τις καταρχαιότητα προαγωγές, όττου υπάρχει συμβατικό δικαίωμα του εργαζόμενου για προαγωγή υπό τον όρο συμπλήρωσης του τασσομένου χρονικού διαστήματος στον προηγούμενο βαθμό.

τις κατεκλογή και κατεξαίρεση προαγωγές, όττου υπάρχει διαδοχικά μεγαλύτερη συμμετοχή του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, το οποίο, ωστόσο, όπως κάθε ιδιωτικό δικαίωμα υπόκειται στον έλεγχο του 281 ΑΚ, για καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος.

Κατά τη νομολογία των δικαστηρίων, οι προαγωγές που γίνονται σύμφωνα με διατάξεις κανονισμών ή Οργανισμών με συμβατική ισχύ κρίνονται με τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ, δηλαδή η προαγωγή διαμορφώνεται ως δικαίωμα υπό αναβλητική αίρεση.

γ) Σύμφωνα με τη νεότερη νομολογία:

Δικαίωμα του εργοδότη είναι να καθορίζει το είδος και την έκταση της υποχρέωσης του μισθωτού προς εργασία (ΑΠ 1825/90).

Η τοποθέτηση του μισθωτού ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, αρκεί να μη συνιστά βλαπτική μεταβολή. 

Στο διευθυντικό δικαίωμα ανήκει και η απαίτηση να προσφέρει ο μισθωτός υπερεργασία (Εφ.Θεσ/κης 1873/89, ΔΕΝ 1990.233).

Στο διευθυντικό δικαίωμα περιλαμβάνεται και το δικαίωμα μεταθέσεως, εκτός αν αποκλείεται από τον
Οργανισμό, τη σύμβαση ή ασκείται καταχρηστικά, οττότε συντρέχει βλαπτική μεταβολή (Εφ.Θεσ/κης 49/95, ΔΕΝ 52.673).

Πέρα από το οριακό σημείο της νόμιμης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος εκτείνεται το πεδίο των απαγορευμένων μονομερών μεταβολών της σύμβασης εργασίας (ΕφΘεσ/κης 2887/90, ΕΕΔ 50.575). Τέτοιες μεταβολές μπορούν να είναι ενδεικτικά η απογύμνωση από αρμοδιότητες (ΑΠ 224/90, ΕΕΔ49.515), η μείωση των αποδοχών (ΑΠ 228/91, ΕΕΔ 50.1067), καθώς και η ανάθεση καθηκόντων κατώτερου βαθμού σε περίπτωση παράνομης προαγωγής υπαλλήλου, που διαπιστώθηκε δικαστικά (ΜΠΑ 3430/90, ΕΕΔ 50.569).