«Το κλαρίνο το έμαθα από πολύ μικρός, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Γεννήθηκα το ’34 στο Δελβινάρι, στην Ηπειρο, και όταν τελείωσε ο πόλεμος άρχισα με μανία να παίζω τα παραδοσιακά μας τραγούδια. Συνέχισα στην Ηπειρο, στα Γιάννενα ήμουνα, μετά ήρθα στην Αθήνα και έκανα ηχογραφήσεις.
Οταν άκουσαν το δίσκο μου στην Αμερική, με πήραν αμέσως να πάω και κάθισα εκεί είκοσι χρόνια».
«Οι Αμερικανοί άκουγαν πολύ τα δημοτικά. Ερχονταν στο κέντρο και δίναν’ παραγγελία να ακούσουν “αυτά που παίζει ο κλαριτζής”. Επαιζα στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν, κάθε βράδυ. Εκεί γνώρισα και την τζαζ. Ηρθε και ο Μπένι Γκούντμαν και όλοι οι καλοί μουσικοί. Αυτοί νόμιζαν τότε ότι διαβάζω νότες και μου λέγαν’ “πώς παίζεις τόση ώρα χωρίς το αναλόγιο μπροστά;”. Τους λέω εγώ, “εμείς παίζουμε πρακτικά γιατί δεν πήγα σχολείο, αφού γεννήθηκα και είχαμε τον πόλεμο”. Και λέει ο Γκούντμαν στον Λούις Αρμστρονγκ δίπλα του, “αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος, γιατί αν αυτός ο μουσικός ήξερε να διαβάζει νότες και είχε γνώσεις θα είχε αλλάξει όλο το νόμο της μουσικής απάνω στον πλανήτη”».
«Ξέρεις ότι η πεντατονική των αρχαίων Ελλήνων είναι η πρώτη μουσική. Τα δύο πρώτα όργανα που βγήκαν ήταν η άρπα και ο αυλός. Από εκεί ξεκινάμε όλοι. Με τη γλώσσα αυτής της μουσικής, που είναι μία και δεν έχει σύνορα, συνεννοούμαι με τους μαύρους που παίζουν τζαζ ή τους Ινδούς που παίζουν τα δικά τους. Ολες οι μουσικές έχουν κάτι από την πεντατονική. Γι’ αυτό όταν παίζω εγώ πρώτος καταλαβαίνουν όλοι και μπαίνουν κι αυτοί μαζί. Είχαμε τις κολόνες, την πεντατονική, σαν τον Παρθενώνα, αλλά γενιά με τη γενιά, κάτι χτίσαμε και εμείς δίπλα τους».
«Τώρα όλη η Ελλάδα, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία γλεντάει με τη βυζαντινή μουσική. Μόνο εμείς στη Θεσπρωτία τα κρατήσαμε αυτά και τα μεταδώσαμε παντού. Είναι αυτά τα πιο βαριά, τα ηπειρώτικα, όπου όταν χορεύουν κλαίνε κιόλας, κλαίνε χορεύοντας. Γιατί τα ηπειρώτικα είναι μοιρολόγια, αλλά όχι μόνο για τους νεκρούς. Είναι μοιρολόγια και για την ξενιτιά και για το γάμο και για τις ευχές».
«Είναι λυπημένα τραγούδια, γιατί η Ηπειρος ήταν τόπος άγονος, χωρίς πλούτο. Ετσι οι φτωχοί παντρεύονταν και φεύγανε για τα ξένα, για να μαζέψουν λεφτά. Εχω φτιάξει ένα μοιρολόι, τη “Μαριόλα”, για έναν ξενιτεμένο που γύρισε στον τόπο του και ρώτησε ένα νέο συγχωριανό πού είναι το τάδε σπίτι. Ο άλλος τού είπε τι, “το θες, είναι της μάνας μου και σήμερα την έθαψα”. Και του λέει ο ξένος, “εγώ έλειπα τόσα χρόνια, είμαι ο πατέρας σου και θα φωνάξω τα όργανα να φτιάξουν ένα τραγούδι να της το πούμε, τώρα πάνω από τον τάφο”. Είναι ολόκληρη ιστορία τα μοιρολόγια. Τα τραγούδια είναι παλιά βέβαια, αλλά τα συναισθήματα δεν αλλάζουν».
«Παίζω μέσα από την ψυχή μου όσα τραγούδια θέλω και αγαπάω, χωρίς να ξέρω νότες. Τα έχω τοποθετήσει έτσι στο μυαλό μου και μπορώ και παραδίδω κάθε τραγούδι τη στιγμή που μου το παραγγέλνουν. Εχω γράψει πάνω από χίλια νέα τραγούδια βασισμένα στο κλαρίνο. Ολα αυτά τα γεγονότα που έζησα τα έχω βγάλει μελωδίες, όλη τη ζωή μου, πώς περάσαμε τότε, τον πόλεμο, την πείνα, τη χαρά, την ξενιτιά, όλα τα έχω κάνει μελωδίες».
«Οι παλιότεροί μου, όμως, είχαν περισσότερο βάθος στα τραγούδια. Θαυμάζω τις μελωδίες τους, απορώ πώς τα κατάφερναν. Εμείς τώρα, με όλα τα μέσα, και πάλι δυσκολευόμαστε να φτιάξουμε νέα τραγούδια. Τα δημοτικά τραγούδια των παλιών είναι θησαυρός».
«Παίζω τώρα σε γάμους, σε πανηγύρια· αν και χαλάσανε και αυτά, γιατί τώρα φέρνουν τις φίρμες. Δεν τα κάνει η Εκκλησία όπως παλιά, τα κάνουν οι μαγαζάτορες. Και τώρα με την κρίση έχουμε πρόβλημα. Φάγαμε την πρώτη μπόρα, γιατί η δουλειά μας είναι το τελευταίο στον άνθρωπο. Πρώτα πρέπει να εξασφαλίσει τον επιούσιο και μετά, άμα του μείνει κάνα φράγκο, τότε θα πάει να γλεντήσει».
«Τώρα έχουμε και νέους, εγώ έχω και τον γιο μου τον Χαράλαμπο και τον εγγονό μου, τον Πέτρο. Είναι το όνειρό μου να μεταδώσω αυτά τα παραδοσιακά τραγούδια στους νεότερους, όπως τα πήρα εγώ από τους παλιότερους. Γιατί η παράδοση είναι σαν μια σπίθα μέσα στην καρδιά μας».
Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, ένας θρύλος της ελληνικής παράδοσης, θα παίξει με το κλαρίνο του στο γλέντι που θα στηθεί την Κυριακή της Πρωτομαγιάς στο Terravibe Park, στη Μαλακάσα. Μαζί του θα είναι η ορχήστρα του, με το γιο του και τον εγγονό του και τις φωνές του Αντώνη Κυρίτση και της Γιώτας Παππά. Οι πόρτες ανοίγουν από τις 10.00 το πρωί, το πανηγύρι θα αρχίσει στη 1.00 το μεσημέρι, θα διαρκέσει μέχρι το βράδυ και το εισιτήριο είναι 8 ευρώ. *