Εκλογές ή ανασχηματισμός; Ποιον από τους δύο δρόμους θα διαλέξει ο πρωθυπουργός, θα φανεί αυτήν την εβδομάδα. Η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα γεμάτο επταήμερο: σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου (Δευτέρα), συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς (Τρίτη), συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών οργάνων και ίσως μια διαγγελματικού τύπου παρέμβαση του Γ. Παπανδρέου. Βεβαίως από το μέγαρο Μαξίμου επιμένουν ότι ούτε οι εκλογές ούτε ο ανασχηματισμός απασχολούν τον πρωθυπουργό, παρά μόνο το μεσοπρόθεσμο σχέδιο και η εξασφάλιση της πέμπτης δόσης του μνημονίου, ωστόσο όλα θα κριθούν από το πώς θα διαχειριστεί τα ανοικτά μέτωπα. Και αυτά είναι πολλά.
Πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των δανειστών μας προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η ροή της οικονομικής βοήθειας. Είναι μια δύσκολη υπόθεση, γιατί από τις τελευταίες επισκέψεις των μελών της τρόικας έγινε φανερό ότι η περίοδος χάριτος έχει εκπνεύσει. Οι δανειστές μας είναι εξαιρετικά σκληροί στις απαιτήσεις τους και με κάθε ευκαιρία επισημαίνουν στους υπουργούς ότι «αν δεν αλλάξετε τακτική, θα βρεθείτε προ δυσάρεστων εκπλήξεων». Στην κυβέρνηση λένε ότι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και το γενναίο πακέτο ιδιωτικοποιήσεων θα πείσουν τους εταίρους μας ότι «είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε». Ωστόσο οι τροϊκανοί εκφράζουν πια ισχυρές αμφιβολίες για το αν μπορεί ο πρωθυπουργός να ελέγξει την κατάσταση.
Ο Γ. Παπανδρέου έχει δηλώσει ότι «θα προχωρήσει μ’ αυτούς που θέλουν και μπορούν». Το κακό όμως γι’ αυτόν είναι ότι οι περισσότεροι υπουργοί του δείχνουν να μην θέλουν ή να μην μπορούν. Το τελευταίο διάστημα τα κυβερνητικά στελέχη πρωταγωνιστούν με «εξαιρετικές επιδόσεις» στο αγώνισμα «ποιος θα βάλει το καλύτερο αυτογκόλ». Το προηγούμενο δεκαήμερο είχαμε τους «τζιτζιφιόγκους» του Δ. Ρέππα, τις συστάσεις Λοβέρδου προς τον πρωθυπουργό, τις αιχμηρές διατυπώσεις του Ευ. Βενιζέλου για το «έλλειμμα πολιτικής διεύθυνσης», πράξεις που δεν είχαν συνέπειες για τους δράστες, προκάλεσαν όμως βαθύ τραύμα στο κύρος του πρωθυπουργού, ο οποίος δεν μπορεί να μην βλέπει ότι η δημοφιλία του βρίσκεται στο ναδίρ. Την εβδομάδα που μας πέρασε είχαμε τις αντιπαραθέσεις για το αν πρέπει να γίνουν απολύσεις στο δημόσιο τομέα. Τις αντοχές του κομματικού και ευρύτερου ακροατηρίου δοκίμασαν οι Γ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Ραγκούσης και Δ. Ρέππας με τις αντικρουόμενες δηλώσεις του για το επίμαχο ζήτημα.
Στην κοινοβουλευτική ομάδα η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Οι βουλευτές ψάχνονται. Προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ανάγκη να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και στο φόβο μήπως κάνουν κάποια απονενοημένη κίνηση που θα επιτρέψει στην ηγεσία να τους κατηγορήσει για προδοσία. Αλλοι επιλέγουν τη σιωπή, ενώ μέσα τους βράζουν και άλλοι διαφοροποιούνται με όποιο μέσο θεωρούν πρόσφορο: με προειδοποιήσεις, εκβιασμούς στο παρασκήνιο και οι πιο τολμηροί καταψηφίζοντας ήσσονος σημασίας νομοσχέδια. Μηχανισμοί εκλογίκευσης και εκτόνωσης δεν υπάρχουν και γι’ αυτό η ψηφοφορία για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα έχει παγίδες. Αρμόδιοι κοινοβουλευτικοί παράγοντες υποστηρίζουν ότι «δεν είναι πιθανόν να έχουμε αποσκιρτήσεις», συμπληρώνουν όμως για το φόβο των Ιουδαίων ότι «ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι θα κάνουν άνθρωποι που βρίσκονται σε απόγνωση».
Το σύστημα ΠΑΣΟΚ στο συνδικαλιστικό κίνημα φυλλορροεί με γρήγορους ρυθμούς. Ουδείς πράσινος μεγαλοσυνδικαλιστής συμφωνεί με την κυβερνητική πολιτική. Το ειρωνικό είναι ότι αυτό το κομμάτι του κόμματος στήριξε με φανατισμό τον Γ. Παπανδρέου το 2007 στην εσωκομματική αναμέτρηση. Το επιχείρημά τους τότε ήταν ότι «μόνο με το Γιώργο θα κρατηθεί ενωμένο το κόμμα, μόνο ο Γιώργος θα εμποδίσει τη διολίσθηση προς τα δεξιά και θα αποκρούσει τις δυνάμεις της διαπλοκής που επιχειρούν να χειραγωγήσουν την παράταξη». Σήμερα οι πιο εμβληματικοί εκπρόσωποι αυτής της πτέρυγας είναι απέναντί του, ενώ ξεκίνησαν και οι ομαδικές αποχωρήσεις από το κόμμα (ΠΑΣΚΕ ΟΤΑ).
Οι επιθέσεις φιλίας που εξαπολύουν ο πρωθυπουργός και ορισμένοι υπουργοί στον Α. Σαμαρά, ελπίζοντας ότι στο τέλος και υπό την πίεση των Ευρωπαίων θα διαμορφωθεί πλαίσιο συναίνεσης, πιθανότατα δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Το σκεπτικό της ηγεσίας της Ν.Δ. την περίοδο που τάχθηκε κατά του μνημονίου ήταν ότι «ο δικομματισμός για να συνεχίσει να λειτουργεί πρέπει να διαθέτει εφεδρείες εξουσίας, διαφορετικά η δυσαρέσκεια του κόσμου θα διοχετευθεί προς τα άκρα». Υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος είπε στην «Κ.Ε.» ότι «δύσκολα ο Σαμαράς θα μετακινηθεί από την αντιμνημονιακή γραμμή του. Του ζητάμε να αυτοκτονήσει πολιτικά. Φαντάζομαι ότι δεν θα μας κάνει τη χάρη. Η παραμονή του στο ίδιο μήκος κύματος είναι γι’ αυτόν όρος επιβίωσης».
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι και η αλλαγή στάσης μερίδας των ΜΜΕ. Στο μέγαρο Μαξίμου παρατηρούν ότι η «κατανόηση» που έδειχνε στην πρώτη φάση του μνημονίου το σύστημα ενημέρωσης απέναντι στην κυβέρνηση έχει δώσει τη θέση της στην επιθετική κριτική στα όρια της πολεμικής. Ετσι ξεμύτισαν πάλι οι θεωρίες συνωμοσίας. Οι οπαδοί τους ισχυρίζονται ότι «εκπονείται σχέδιο από οργανωμένα συμφέροντα, οικονομικά και μιντιακά, με στόχο τη διενέργεια εκλογών και τη συγκρότηση κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού». Κυβερνητικά στελέχη στις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους δεν κρύβουν τον εκνευρισμό τους όταν στριμώχνονται και συχνά διαπληκτίζονται με τους παρουσιαστές.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το Μεσοπρόθεσμο θα περιλαμβάνει πολλές δυσάρεστες πλευρές: μείωση συντάξεων, απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπή κοινωνικών επιδομάτων και νέους φόρους. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες γεννάται το ερώτημα αν ο πρωθυπουργός μπορεί να σηκώσει το πολιτικό βάρος αυτής της προσπάθειας. Η αγωνία μερικών συνεργατών του είναι «μήπως συρθούμε σε εκλογές χωρίς να τις θέλουμε. Οποια κυβέρνηση έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού στο θέμα των εκλογών, διαπίστωσε πως οι κάλπες δεν ήταν φιλικές προς αυτήν».