Ο Έλληνας Γενικός πρόξενος της Κωνσταντινούπολης, Βασίλης Μπορνόβας, εγκαταλείπει μετά από τρία χρόνια την αγαπημένη του Πόλη και μιλάει για την τριετή παραμονή του εκεί. Ο Μπρονόβας κατάφερε με δική του πρσπάθεια να μετατρέψει μία απροσπέλαστη προξενική κατοικία σε σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο. Πριν απ’ αυτόν κανείς δεν μπορούσε να μπεί μέσα στο κτίριο και να απολαύσει την ομορφιά του. Τώρα, στο μέγαρο φιλοξενούνται ποικίλες πολιτισμικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Η συμβολή του Μπορνόβα υπήρξε καταλυτική, καθώς βρήκε χορηγούς και κατάφερε να δημιουργήσει κάτι τόσο σημαντικό χωρίς να δαπανήσει ένα ευρώ από το ελληνικό δημόσιο. Στις δύσκολες εποχές που διανύουμε το μήνυμα του είναι σημαντικό. «Με λίγα χρήματα και πολύ κέφι μπορούμε να καινοτομήσουμε!»
Μετά από τρία χρόνια αποχαιρετάτε το Γενικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Τί αφήνετε πίσω σας;
Αφήνω έναν ελληνικό χώρο ο οποίος περιλαμβάνει εκπαίδευση στα νεα ελληνικά και τα αρχαία ελληνικά. Είναι ενας χώρος διάδρασης με τον ελληνικό πολιτισμό, ένας χωρος που οι τούρκοι της Πόλης μπορούν να πληροφορούνται το τί συμβαίνει στην Ελλάδα. Όχι απλώς μπορούν να μαθαίνουν για τον ελληνικό πολιτισμό αλλα έχουν τη δυνατότητα να συζητάνε και να ακούνε διαλέξεις ή να συμμετέχουν σε πολιτιστικές βραδιές.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε κάτι από αυτά που δημιουργήσατε κατά τη διάρκεια της τριετής παραμονής σας εκεί τί θα ήταν;
Το σχολείο που δημιουργήσαμε πρίν από τρία χρόνια από το μηδέν αλλά τωρα βρίσκεται στο απόγειο του. Τα δυο τελευταια χρόνια επίσης σημαδεύτηκαν απο σημαντικες εκδηλωσεις. Ήταν εκδηλώσεις που συγκέντρωσαν 70.000 ανθρώπους οι οποίοι άφηναν συγκινητικά σχόλια στα βιβλία επισκεπτων. Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω, όμως, την τελευταια εκδήλωση που κατάφερε να τρυπώσει στο Τοπ Καπί, το ανάκτορο των σουλτάνων. Είναι εντυπωσιακό να σκεφτεί κάποιος ότι οργανώσαμε μία έκθεση στην οποία προβάλαμε τους έλληνες ζωγράφους της πόλης και αγιογραφίες. Θέλω να σημειώσω ότι οι αγιογραφίες ήταν τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που ο χώρος θύμιζε εκκλησία. Όπως καταλαβαίνει κανείς το ταμπού έσπασε. Η έκθεση αυτή είχε τρομερή απήχηση, 11.000 άτομα επισκέφτηκαν τον χώρο.
Ας γυρίσουμε στο σχολείο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα να μετατρέψετε την προξενική κατοικία σ’ ένα φροντιστήριο ελληνικής γλώσσας;
Από την αρχή συνειδητοποίησα ότι η προξενική κατοικία μπορούσε να περιοριστεί στον τελευταίο όροφο του μεγαλοπρεπούς κτιρίου και το υπόλοιπο να το εκμεταλλευτούμε δημιουργικά. Είδαμε εξάλλου πώς δούλευε το Γαλλικό Ινστιτούτο και το Γκαίτε που βρίσκονται σε μία ακτινα 300 μέτρων από το προξενείο. Ξεκινήσαμε λοιπόν απο τα στοιχειώδη. Παρατηρήσαμε ότι όλοι εκτός από εμάς δίδασκαν τη γλώσσα τους. Αρχίσαμε έχοντας μία δασκάλα η οποία εξυπηρετούσε τα παιδιά της ελληνικής ομογένειας που αντιμετώπιζαν προβλήματα με την ελληνική γλώσσα καθώς δεν πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο. Μαζέψαμε καμία 25αρια παιδιά. Πήραμε και δεύτερη δασκάλα όταν άρχισαν και τούρκοι φοιτητές να δείχνουν ενδιαφέρον. Κάπως έτσι φτάσαμε τους 500 μαθητές και τις πέντε δασκάλες. Φανταστείτε ότι απορρίπταμε αιτήσεις λόγω έλλειψης χώρου.
Και πώς μπόρεσε το ελληνικό κρατος να στηρίξει οικονομικά ένα τέτοιο εγχείρημα; Το ελληνικό κράτος μας παραχώρησε το πανέμορφο κτίριο. Απο εκεί και περα υπήρχαν διάφοροι αρωγοί. Ιδρύματα τα οποία μας γνώρισαν και μας εμπιστεύτηκαν. Συγκεκριμένα το ίδρυμα Νιάρχου και το ίδρυμα Μποδοσάκη κάλυψαν όλα τα λειτουργικά μας έξοδα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα πολυσχιδές πολιτιστικό κέντρο. Γενικά υπήρχε εξαιρετικός ενθουσιασμός από τα άτομα τα οποία συμμετείχαν και το στήριξαν κάνοντας υπέρβαση του εαυτού τους με πολύ λίγα χρήματα. Αν σας πώ τι ελάχιστο κόστος έχει το πολιτιστικό αυτό κέντρο που διαθέτει προσωπικό, τάξεις, βιβλιοθήκες και σημαντικές εκδηλώσεις, δεν θα το πιστεύετε. Ειναι ελάχιστα. Είμαστε το ζωντανό παράδειγμα ότι με κεφι και λίγα χρηματα μπορούμε να δημιουργήσουμε πραγματα. Ξεφύγαμε απο τη γνωστή γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις του συστήματος. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε επιτύχει τίποτα αν και δεν είχα τους συγκεκριμένους ανθρώπους δίπλα μου. Χρωστάω τόσα σε αυτούς που είναι εκεί χωρίς καμία εξασφάλιση λόγω έλλειψης οργανικής θέσης και δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό. Οι δασκάλες εργάζονται 32 ώρες την εβδομάδα και τα Σαββατοκύριακα. Αντλούν τη δύναμη τους από τους ίδιους τους φοιτητές τους. Έχουμε εξαιρετική μαγιά παιδιών. Οι περισσότεροι από αυτούς ειναι διδακτορικοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές.
Πώς εξηγείτε αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα;
Είναι ένας συνδιασμός της γοητείας, των μνημών και των ακουσμάτων που έχουν από εμάς. Η ελληνική γλώσσα τους προσδίσει ένα κύρος που ούτε αυτοί μπορούν να καταλάβουν από που προέρχεται. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι σε λίγα χρόνια τα παιδιά αυτά θα προσεγγίσουν την χώρα μας πολύ διαφορετικά. Κάποιοι από αυτούς θα μεταφράσουν ελληνική λογοτεχνία. Άλλοι θα έχουν θέσεις κλειδιά και μία ευνοική στάση απέναντι μας. Τα πραγματικά οφέλη αυτού που λέγεται ελληνικό σχολείο στην καρδιά της Τουρκίας θα φανούν αργότερα.
Το πείραμα πέτυχε πάντως…
Φυσικά. Σκεφτείτε ότι το ιταλικό ινστιτούτο εχει 800 μαθητές και εμείς 500 τη στιγμή που οι προυπολογισμοί μας ούτε καν συγκρίνονται.
Όλα ωραία και καλά. Πέιτε μας, όμως, τη μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε;
Παρατήρησα ότι όταν πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά δεν υπάρχουν δυσκολίες. Εκ των υστέρων καταλαβα τα προβλήματα και τις τρικλοποδιές αλλα στην πορεία μόνο ομορφιές βλέπαμε. Ότι πρόβλημα προέκυψε πάντως αντιμετωπίστηκε οπότε ούτε γάτα ούτε ζημειά.
Πώς οχυρώνεται η κληρονομιά σας τώρα που φεύγετε;
Το σχολείο και ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε είναι ένα διαστημόπλοιο που εφυγε και δεν γυρίζει πίσω. Λειτουργήσαμε ως καταλύτης. Αποτελέσαμε το κίνητρο για να δημιουργούνται και άλλα ελληνικά πολιτιστικά κέντρα στην Πόλη. Το σχολείο είναι λοιπόν μία σκυτάλη για τον κ. Μαθιουδάκη ο οποίος εχει τεράστια πείρα στα πολιτιστικά θέματα και με αντικαθιστά.
Έχοντας μείνει τρία χρόνια στην Πόλη μπορείτε να μας περιγράψετε πώς μας βλέπουν οι Τουρκοι; Είμαστε γείτονες και φίλοι ή απειλή και αιώνιοι εχθροί;
Πριν δύο χρόνια πραγματοποιήσαμε μία έκθεση για την Ελλάδα και το ρόλο της στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Από τις παρατηρήσεις που μας άφησαν οι επισκέπτες στο βιβλίο επισκεπτών καταλάβαμε τα εξής: ένιωσαν μεγάλη συγκίνηση και είχαν απόλυτη άγνοια για την χώρα μας και την ιστορία της. Δεν μας ξέρουν οι Τούρκοι όσο τους γνωρίζουμε εμείς που εδώ και πολλά χρόνια τώρα ταξιδεύουμε στη χώρα τους. Αυτοί δεν είχαν την ανάλογη δυνατότητα και λόγω βίζας αλλά και λόγω της πολιτικής της χώρας που δεν ενθάρρυνε τους πολίτες να βγαινουν από αυτήν. Αυτο αρχίζει να αλλάζει. Αυτό το καλοκαιρι φαντάσου έδωσαν τριπλάσιο αριθμό θεωρήσεων. Το θέμα λοιπόν τώρα είναι να δεί καθαρά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Να αντικρύσουμε τη γυμνή αλήθεια του ποιοί είμαστε. Σήμερα η οικονομική κρίση της Ελλάδας ενδιαφέρει τους τούρκους, τους έχει συγκινήσει και έχουν δείξει αυθεντικό ενδιαφέρον και ανησυχία. Δεν θέλουν ο γείτονας τους να πάθει κάτι.