ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ δικάζονται αυτή την περίοδο πολλές από τις 32 υποθέσεις με αντίδικους την τράπεζα Probank και πελάτες της, οι οποίοι διεκδικούν χρήματα που εξαφανίστηκαν από κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας.
Οι πλαστοί τίτλοι που είχαν εκδοθεί για ομόλογο ύψους 7 εκατ. ευρώ και α/κ ύψους 2,5 εκατ. ευρώ. Τα γεγονότα εκτυλίχτηκαν την περίοδο 2007-2009 στο κατάστημα της τράπεζας στην οδό Σωκράτους, από το οποίο έκαναν φτερά μεγάλα ποσά από ευκατάστατους πλην ανυποψίαστους πελάτες.
Κάποιοι εκ των πελατών έχουν στραφεί με αγωγή εναντίον της τράπεζας Probank και διεκδικούν τα χρήματά τους, αφού ο φερόμενος πρωταγωνιστής του σκανδάλου, Δ. Τριαντάφυλλος, υποδιευθυντής του καταστήματος, έχει εξαφανιστεί (αγνοείται η τύχη του). Κάποιοι άλλοι έχουν πάρει χρήματα ερχόμενοι σε συμβιβασμό με την τράπεζα.
Μια εκ των υποθέσεων, η μεγαλύτερη σε ό,τι αφορά την αξία των χρημάτων που διεκδικούνται, εκδικάστηκε προ ημερών στην αίθουσα του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών (η τράπεζα ζήτησε αναβολή αλλά το αίτημά της δεν έγινε δεκτό).
Οι πελάτισσες Χ.Σ. και Β.Τ. ζητούν από την τράπεζα ποσό 9,651 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου τόκων). Η πικρή ιστορία τους έχει ως εξής: Λόγω μιας γνωριμίας και καλύτερων επιτοκίων της τάξης του 6-7% διατηρούσαν λογαριασμό στην τράπεζα Probank. Εμαθαν τα περί ατασθαλιών στην τράπεζα και έστειλαν τον δικηγόρο τους να δει τι συμβαίνει, αφού οι ίδιες διαμένουν στο εξωτερικό.
Είχαν κάνει φτερά
Ο δικηγόρος επιβεβαίωσε τις πληροφορίες. Απευθύνθηκαν αμέσως στη διοίκηση της τράπεζας. Διαπίστωσαν ότι τα χρήματα που είχαν με τη μορφή προθεσμιακής κατάθεσης στην Probank, 7 εκατ. ευρώ και αμοιβαίου κεφαλαίου (μέσω της θυγατρικής εταιρείας Profund ΑΕΔΑΚ) 2,5 εκατ. ευρώ δεν υπήρχαν. Οι τίτλοι που τους είχαν χορηγηθεί αντί των χρημάτων από τον υποδιευθυντή του καταστήματος της οδού Σωκράτους, ήταν πλαστοί. Τα χρήματα είχαν κάνει φτερά, αφού είχαν αφαιρεθεί με συνεχείς αναλήψεις μετρητών, με μεταφορές σε λογαριασμούς άλλων πελατών, με εκδόσεις επιταγών κ.λπ. Ολα αυτά έγιναν γνωστά τον Ιούνιο του 2009.
Η τράπεζα παραδέχτηκε την πλαστότητα των τίτλων, αλλά δεν αποδέχτηκε το ποσό που είχε κάνει φτερά, διότι υπήρχαν και αναλήψεις ύψους 1,3 εκατ. ευρώ που έφεραν υπογραφές των δικαιούχων των λογαριασμών. Οι δικαιούχοι βέβαια αρνούνται ότι έκαναν τις συγκεκριμένες αναλήψεις και υποστηρίζουν ότι ο υποδιευθυντής είχε υφαρπάξει τις υπογραφές τους, βάζοντας να υπογράψουν διάφορα έντυπα.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι μία εκ των αναλήψεων έγινε την ημέρα που ο πραγματικός δικαιούχος βρισκόταν αποδεδειγμένα στην Ιταλία.
Σε άλλες αναλήψεις, συνολικού ποσού 5,8 εκατ. ευρώ, υπήρχε απομίμηση υπογραφών των δικαιούχων, οι οποίες είχαν «σκαναριστεί» και αναπαραχθεί με εκτυπωτικό μηχάνημα σύμφωνα με έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης την οποία ζήτησαν οι ενάγοντες.
Το κατηγορώ των εναγόντων
Οι ενάγοντες κατηγορούν την τράπεζα ότι φέρει ευθύνη τόσο ως προς την επιλογή των προσώπων όσο και ως προς την πλημμελή έλεγχο επί τουλάχιστον δύο χρόνια, αφού οι υπάλληλοι του καταστήματος χορηγούσαν και ανανέωναν υπογράφοντας πλαστούς τίτλους και πλαστογραφούσαν την υπογραφή των δικαιούχων των λογαριασμών για να υπεξαιρούν κατ’ εξακολούθηση χρήματα. Επιπλέον την κατηγορούν για κάλυψη και μη καταμήνυση των υπευθύνων, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή του καταστήματος Σ.Μ., ο οποίος έχει συνυπογράψει όλα τα παραστατικά και τους τίτλους που αποδεικνύουν τις απαιτήσεις τους.
Εκ των υστέρων η τράπεζα έκανε μήνυση, αλλά το περιεχόμενό της κρατείται μυστικό. «Ποιον μήνυσαν;» ρώτησαν οι συνήγοροι των εναγόντων. «Γιατί δεν μας δείχνουν τη μήνυση;» πρόσθεσαν, απευθυνόμενοι στο δικαστήριο.
Τα παράξενα περιστατικά δεν σταματούν εδώ. Οι ενάγοντες ζήτησαν αντίγραφα των παραστατικών των κινήσεων των λογαριασμών τους, αλλά η τράπεζα δεν τα έδωσε αρχικώς.
Χρειάστηκε οι ενάγοντες να καταφύγουν στη λύση των ασφαλιστικών μέτρων και η σχετική απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου για να ικανοποιηθεί εν μέρει το αίτημά τους. Η τράπεζα μετά την απόφαση του δικαστηρίου έστειλε μια κατάσταση με αντίγραφα παραστατικών, στη οποία όμως αναφέρει ότι «ορισμένα παραστατικά δεν βρέθηκαν». Με άλλα λόγια, «αυτό μαρτυρά το μπάχαλο στην τράπεζα», είπαν οι συνήγοροι. Λεπτομέρεια με τη δική της σημασία ήταν ότι η λίστα με τα παραστατικά εδόθη από την τράπεζα την τελευταία ημέρα της προθεσμίας που έθεσε το δικαστήριο.
Επίσης η τράπεζα, όπως ανέφεραν οι συνήγοροι των εναγόντων, δεν χορήγησε όλα τα αντίγραφα ούτε των σωμάτων των τραπεζικών επιταγών που είχαν εκδοθεί έναντι των παραστατικών. Ούτε προέβη σε ενδελεχή έρευνα για το ποιος/ποιοι εισέπραξαν τα ποσά τοις μετρητοίς, σε ποιους λογαριασμούς κατατέθηκαν άλλα ποσά και ποια πρόσωπα εξαργύρωσαν τις επιταγές στην Probank σε άλλες τράπεζες. Υπάρχουν για παράδειγμα επιταγές που εκδίδονται από την Probank και πληρώνονται στην Alpha Bank.
Φταίει και η μη άρση του απορρήτου κατά την τράπεζα!
Οι συνήγοροι της τράπεζας απέδωσαν την καθυστέρηση της έρευνας στη μη άρση του τραπεζικού απορρήτου, προτρέποντας τους διαδίκους συναδέλφους τους να απευθυνθούν στην αρμόδια Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες («ξέπλυμα χρήματος»), η οποία δεν έχει ζητήσει ακόμα -δύο και πλέον χρόνια μετά τα συμβάντα- την άρση του απορρήτου!
Ο μάρτυρας υπεράσπισης της Probank, Δημήτρης Κολυμάνης, μέλος του διοικητικού της συμβουλίου της τράπεζας και διευθύνων σύμβουλος της Profund ΑΕΔΑΚ, της εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων, ισχυρίστηκε ότι μέρος των χρημάτων κατέληξε σε λογαριασμούς που πληρώθηκαν υποχρεώσεις της πελάτισσας. Παραδέχτηκε ότι εμπλέκονται πολλά άτομα στην υπόθεση, αλλά δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πού κατέληξαν τα χρήματα, λόγω απορρήτου.
Παραδέχτηκε επίσης ότι η τράπεζα ικανοποίησε κάποιους πελάτες που έχασαν με παρόμοιο τρόπο τα λεφτά τους. Μίλησε για συνυπευθυνότητα διότι η πελάτισσα αποδέχτηκε εγγυημένη απόδοση στα αμοιβαία κεφάλαια, κάτι το οποίο απαγορεύεται από το νόμο και, τέλος, δήλωσε ότι η αίτηση συμμετοχής στα αμοιβαία κεφάλαια δεν αποτελεί από μόνη της αποδεικτικό στοιχείο για την ιδιοκτησία του. Ο κ. Κολυμάνης δεν απάντησε σε ερώτηση σχετική περί ελλιπούς ελέγχου ούτε σε άλλη για το εάν ένιωσε την ανάγκη να παραιτηθεί, που του απηύθυναν οι συνήγοροι των εναγόντων.
Το κερασάκι στην τούρτα της υπόθεσης είναι ότι η τράπεζα, που πρόσφερε 2 εκατ. ευρώ για εξωδικαστικό συμβιβασμό, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους θιγόμενους – διεκδικεί από τους ενάγοντες ποσό 24.400 ευρώ από υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας, η πληρωμή της οποίας ήταν συνδεδεμένη με τους λογαριασμούς των χρημάτων που εξαφανίστηκαν και τους απειλεί με καταγγελία της σύμβασης, τη λήψη νομικών μέτρων και την αναγγελία στον «Τειρεσία».
Πηγή: http://www.enet.gr