Οι εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι ολοκληρώνεται ένας ευρωπαϊκός πολιτικός κύκλος, με τη Γερμανία να βγαίνει από το «καβούκι» της και, καλπάζουσα, να διεκδικεί οικονομικά κατ’ ελάχιστον τη λοιπή ευρωζώνη, την περιφέρεια της οποίας επιχειρεί να «ασιατοποιήσει» κοινωνικά και πολιτικά -χωρίς, μάλιστα, να προτίθεται να βάλει βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, όπως φάνηκε από το «κατευόδιο» που χθες έδωσε σύσσωμη στην Ανγκελα Μέρκελ η γερμανική Κάτω Βουλή, με τους επιβληθέντες περιοριστικούς όρους.
Σκηνές από ένα άγριο μέλλον… Από τις χθεσινές εξελίξεις κατέστη επίσης σαφές ότι η ελληνική περίπτωση, πλέον, δεν είναι η σημαντικότερη για τους Γερμανούς, οι οποίοι στο πλαίσιο των συμφερόντων τους προωθούν τις προτεραιότητές τους, οι οποίες έχουν να κάνουν: Πρώτον, με τη διαμόρφωση του ρόλου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), σε συνδυασμό με τη συμφωνία για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, και, δεύτερον, με την προώθηση των ευρωπαϊκών θεσμικών αλλαγών, που θα ‘ναι κομμένες και ραμμένες στις επιταγές του γαλλογερμανικού άξονα.
Ως εκ τούτου, και για να μην υπάρξει ανεπιθύμητη μετακίνηση της προσοχής και παρέκκλιση πορείας των γερμανικών στόχων από ένα ενδεχόμενο πιστωτικό γεγονός, που θα προκαλούσε το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους σε ποσοστά ανερχόμενα από 60 έως 75% -που προσδιορίζουν και τη βιωσιμότητά του-, οι Γερμανοί προτίμησαν διά της τεθλασμένης να το αποφύγουν αυτό και να το μεταθέσουν για αργότερα, περιορισθέντες απλώς σε στόχους μείωσης του ελληνικού χρέους σε ποσοστό του ΑΕΠ -κάτι που υπαγορεύτηκε από την πείσμονα αντίδραση των τραπεζών να συμφωνήσουν εθελοντικά σε ποσοστό πέραν του 40%. Ακόμη, παρέμεναν σε εκκρεμότητα οι συνομιλίες με τις τράπεζες, με τις οποίες προσωπικά Μέρκελ και Σαρκοζί ήθελαν να επικοινωνήσουν.
Ουσιαστικά, αυτό στο οποίο απέβλεπαν και εν πολλοίς πέτυχαν οι Γερμανοί, ήταν να μην «οχληθεί» η προσπάθειά τους στην κρίσιμη αυτή καμπή ανοίγματος ενός νέου πολιτικού κεφαλαίου στην Ευρώπη -διά της μετατροπής της de facto κατάστασης, όπου μαζί με τους Γάλλους υπαγορεύουν τους όρους τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε de jure, με ουσιαστικές νέες ρυθμίσεις στους όρους της Συνθήκης, ή κατ’ ελάχιστον σε διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μέχρις ότου φτάσει η «ωρίμαση» για πλήρεις αλλαγές.
Η υπερβάλλουσα προσοχή στο ελεγχόμενο πλέον ελληνικό ζήτημα θα μπορούσε να εκτροχιάσει το γερμανικό Master Plan, το οποίο αποβλέπει στη δημιουργία ενός ασιατικού μοντέλου, κυρίως στην περιφέρεια της ευρωζώνης, στο οποίο πρωτίστως εντάσσονται οι χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα, οι γνωστές και ως PIIGS -Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία- στις οποίες τώρα έχει προστεθεί και το Βέλγιο, μετά τις μεθοδεύσεις-αλχημείες που έγιναν στην υπόθεση της χρεοκοπήσασας τράπεζας DEXIA, η οποία θα μπορούσε να χαμηλώσει και την τραπεζική πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας. Σε αυτό ακριβώς το σκεπτικό εντάσσεται και αυτό που η «Ε» έχει εγκαίρως επισημάνει, περί επιδιωκόμενης «ρουμανοποίησης» της Ελλάδας από τη Γερμανία, κατά το σκεπτικό Σόιμπλε, του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Η Γερμανία, που έχει μελετήσει επισταμένως την Ασία και τη βλέπει ως ένα επιτυχημένο παράδειγμα, θέλει να την αντιγράψει στον τομέα της ανταγωνιστικότητας και θέλει να δημιουργήσει ένα ανάλογο μοντέλο.
Το παράδοξο, όμως, επί του προκειμένου είναι το εξής: ενώ στην Ασία ο υποτιθέμενος στόχος είναι, μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, να υπάρξει κεφαλαιοποίηση κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης, στην επιχειρούμενη εκ μέρους της Γερμανίας «ασιατοποίηση» της Ευρώπης, το μοντέλο του Βερολίνου κατ’ ουσίαν συμβάλλει μόνο στη δημιουργία ανταγωνιστικών συνθηκών και «χωλαίνει» στους άλλους τομείς, επιφέροντας πολιτική και κοινωνική οπισθοδρόμηση-βαίνοντας, δηλαδή, αντίθετα από τους επιδιωκόμενους στόχους στην Ασία.
Οπως κατέδειξαν οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η Γερμανία ενδιαφέρεται πρωτίστως μαζί με τη Γαλλία, την οποία εν πολλοίς χρησιμοποιεί και ως «άλλοθι», να εισαγάγει θεσμούς «γρήγορων αποφάσεων», ξεπερνώντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και κατ’ ουσίαν φέρνοντας έτσι τον ασιατικό αυταρχισμό στην Ευρώπη μέσω της «κερκόπορτας» των δεδομένων ευρωπαϊκών αγκυλώσεων -κάτι που στην πράξη έχει ήδη κάνει, όπως φάνηκε από τα πήγαινε-έλα Μέρκελ και Σαρκοζί, οι οποίοι αυτές τις μέρες συναντιούνταν, έπαιρναν τις αποφάσεις τους και στη συνέχεια, εν είδει «ντιρεκτίβας», τις ανακοίνωναν στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Επιπλέον των ανωτέρω, καθίσταται σαφές πως, ενώ μέχρι τώρα η Γερμανία ήταν αυτή που κατ’ εξοχήν έβαζε το χέρι στην τσέπη, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι ετοιμάζεται να πάρει «πακέτο» την ευρωζώνη για τη μεγιστοποίηση απόδοσης του Master Plan που πλέον έχει θέσει σε πλήρη κίνηση, ήτοι την απόλυτη προώθηση των συμφερόντων της.
Ζητώντας τώρα οι Γερμανοί ευθέως και άνευ περιστροφών μεγάλες περικοπές στα χρέη της Ελλάδας, και παράλληλα τη συμμετοχή και έτερων εκτός ευρωζώνης οικονομικών πόλων -των Κινέζων επί παραδείγματι-, δείχνουν ότι έχουν φτάσει σ’ εκείνο το σημείο όπου πλέον λένε ότι «σταματάμε να πληρώνουμε όπως στο παρελθόν και τώρα ήλθε η ώρα συγκομιδής της απόδοσης των επενδύσεών μας».
Σ’ αυτό το σκηνικό εντάσσεται και η μόνιμη ελληνική επιτήρηση, η οποία παράλληλα θα φαντάζει και σαν «μπαμπούλας» για τους λοιπούς Ευρωπαίους, οι οποίοι θα γνωρίζουν τι θα τους συμβεί αν παραβούν τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Για δε την Ελλάδα, όλα αυτά προοιωνίζονται και νέα αυστηρά μέτρα λιτότητας, πέραν των σοβαρών κινδύνων για τα ασφαλιστικά ταμεία.