«Μετά τη λιτότητα, τι»; διερωτάται ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
«Ολοι οι γκουρού της οικονομίας,οι άνθρωποι του ΔΝΤ, οι ηγεσίες του χρηματοπιστωτικού κόσμου, οι υπουργοί Οικονομικών και τα μεγάλα κεφάλια των ιδιωτικών κεφαλαίων επαναλαμβάνουν το ίδιο και το αυτό: οι χώρες της κρίσης πρέπει να νοικοκυρέψουν τη δημοσιονομική πολιτική, να μειώσουν τα χρέη, να κάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και να προωθήσουν την ανάπτυξη. Η εμπιστοσύνη, μας λένε συνέχεια, πρέπει να αποκατασταθεί.» υποστηρίζει και συνεχίζει:
«Και όμως, αυτοί είναι οι άνθρωποι, επικεφαλής σε κεντρικές και ιδιωτικές τράπεζες, και σε υπουργεία Οικονομικών, οι οποίοι έφεραν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής. Ακόμη χειρότερα, σπανίως εξηγείται πώς θα τετραγωνιστεί ο κύκλος.
Πώς μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, την ώρα που οι οικονομίες της κρίσης βυθίζονται στην ύφεση; Πώς μπορεί να αναζωογονηθεί η ανάπτυξη όταν η λιτότητα θα δώσει τη χαριστική βολή στη ζήτηση, μειώνοντας την παραγωγή και αυξάνοντας την ανεργία; Αυτό θα έπρεπε να το ξέρουμε ήδη: οι αγορές, από μόνες τους, δεν είναι σταθερές. Δεν είναι απλώς ότι δημιουργούν επανειλημμένως φούσκες, αλλά όταν μειώνεται η ζήτηση, αρχίζουν να επενεργούν δυνάμεις που επιδεινώνουν τον φαύλο κύκλο.
Η ανεργία, και ο φόβος ότι θα εξαπλωθεί, πιέζει προς τα κάτω τους μισθούς, τα εισοδήματα και την κατανάλωση – και έτσι την συνολική ζήτηση. Υπάρχουν εναλλακτικές στρατηγικές. Κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία, έχουν περιθώρια για δημοσιονομικές μανούβρες. Η Ευρώπη, στο σύνολό της, δεν είναι σε κακά δημοσιονομικά χάλια.
Υπάρχουν ήδη θεσμοί, εντός της Ευρώπης, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αναγκαίες επενδύσεις στις οικονομίες που πάσχουν από ρευστότητα. Η ΕΤΕ πρέπει να αυξήσει τον δανεισμό. Χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια για να στηριχθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις – που είναι η κύρια πηγή δημιουργίας θέσεων εργασίας σε όλες τις οικονομίες.
Η εμμονή της Ευρώπης στη λιτότητα είναι αποτέλεσμα κακής διάγνωσης των προβλημάτων της. Η Ελλάδα σπατάλησε, αλλά η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν δημοσιονομικό πλεόνασμα και χαμηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ πριν από την κρίση. Το να κάνει κανείς κηρύγματα για τη δημοσιονομική πειθαρχία είναι εκτός θέματος. Το να παίρνει κανείς στα σοβαρά τα κηρύγματα – υιοθετώντας πολύ αυστηρά πλαίσια για τον προϋπολογισμό – είναι αντιπαραγωγικό. Ανεξαρτήτως του αν τα προβλήματα της Ευρώπης είναι προσωρινά ή θεμελιώδη, η λιτότητα θα κάνει χειρότερα τα πράγματα.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας λιτότητας στην Ευρώπη θα είναι μακράς διαρκείας και πιθανώς άγριες. Αν επιβιώσει το ευρώ, το κόστος για τη σωτηρία του θα είναι υψηλή ανεργία και αβάσταχτα βάσανα, ιδίως στις χώρες της κρίσης. Και η ίδια η κρίση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξαπλωθεί.
Δεν υπάρχει προηγούμενο μιας μεγάλης οικονομίας – και η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη του κόσμου – που οδηγήθηκε σε ανάπτυξη λόγω λιτότητας. Το αποτέλεσμα; Το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της κοινωνίας, το ανθρώπινο κεφάλαιό της, χαραμίζεται ή, ακόμη χειρότερα, καταστρέφεται. Οι νέοι άνθρωποι, που στερούνται αξιοπρεπούς δουλειάς, αποξενώνονται. Οταν βρίσκουν, τελικά, μια δουλειά, ο μισθός τους είναι πολύ χαμηλότερος.
Τόσο πολλές οικονομίες είναι ευάλωτες σε φυσικές καταστροφές – σεισμούς, πλημμύρες, τυφώνες, τσουνάμι – που είναι τραγικό να προσθέτουμε και άλλη μία καταστροφή, φτιαγμένη από ανθρώπους. Αλλά αυτό κάνει η Ευρώπη. Οι ηγέτες της εγκληματούν αγνοώντας εν γνώσει τους τα μαθήματα του παρελθόντος.
Τα βάσανα της Ευρώπης, ιδίως για τους φτωχούς και τους νέους, δεν είναι αναγκαία. Ευτυχώς, υπάρχει εναλλακτική λύση. Αλλά η καθυστέρηση για να την εφαρμόσουμε θα είναι πολύ δαπανηρή, και η Ευρώπη δεν έχει πολύ καιρό στη διάθεσή της», εκτιμά ο Στίγκλιτς.