Mon, 14 October 2024

Καταπέλτης κατά του – γερμανικής σύλληψης – σχεδίου λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και των χειρισμών που ακολούθησαν από διάφορες πλευρές, είναι δημοσίευμα της Wall Street Journal, το οποίο χρεώνει ουσιαστικά την αποτυχία της ελληνικής διάσωσης στην ασφυκτική πολιτική της γερμανίδας Καγκελαρίου Ανγκελας Μέρκελ, αποκαλύπτοντας ότι τόσο ο κ. Γιώργος Παπανδρέου όσο και ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος (ειδικά ο δεύτερος), προσπάθησαν- ματαίως- να αμβλύνουν τους γερμανικούς ασφυκτικούς όρους του.

Καταγράφοντας αναλυτικά το δράμα που διαδραματίστηκε τα τελευταία δύο χρόνια σε Αθήνα, Βρυξέλλες, Βερολίνο, και Ουάσινγκτον (έδρα του ΔΝΤ), η εφημερίδα υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι «η διογκούμενη αναταραχή που καταγράφεται στην Ελλάδα αποτελεί το αποκορύφωμα ενός ριζικού πειράματος», όπως το χαρακτηρίζει, «λιτότητας, και μίας πρόχειρα σχεδιασμένης οικονομικής μεταρρύθμισης, που έσπρωξαν τη χώρα στο χείλος της κοινωνικής και οικονομικής κατάρρευσης». «Η ιστορία του καταδικασμένου σχεδίου διάσωσης υποδηλώνει ότι η επιβολή της αυστηρής λιτότητας σε μεμονωμένα κράτη- μέλη, όχι μόνο δεν σώζει το ευρώ, αλλά μπορεί να επιδεινώσει την κρίση», τονίζει η εφημερίδα.

Και συνεχίζει: «Η μοίρα της Ελλάδας καταδεικνύει κυρίως ότι αυτό που απαιτείται (σ.σ: προφανώς αναφέρεται στη ρητορική της κυρίας Μέρκελ), για να πουληθεί ένα σχέδιο διάσωσης σε ένα απρόθυμο γερμανικό κοινό, μπορεί να είναι καταστροφικό, από πολιτικής απόψεως, για τον καταχρεωμένο ευρωπαϊκό νότο».

Παρά το γεγονός ότι το σχέδιο που καταρτίστηκε από την ΕΕ από κοινού με το ΔΝΤ είναι «το υψηλότερο από πλευράς κόστους στην ιστορία ενός κράτους» και το ότι «πολλοί από όσους ενεπλάκησαν σε αυτό υποστηρίζουν ότι η ευθύνη για την αποτυχία του χρεώνεται στην ελληνική πολιτική τάξη», για τον τέως πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου τα πράγματα είναι διαφορετικά.

«Ηταν μία σχεδόν αδύνατη αποστολή (mission impossible)», δηλώνει σήμερα στην WSJ, ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την αμερικανική εφημερίδα ως «ο άτυχος πρωθυπουργός που απομακρύνθηκε μετά από εξέγερση μελών του κόμματός του το περασμένο φθινόπωρο».

Ο κ. Παπανδρέου υποστηρίζει σήμερα ότι «όταν ζήτησε από τη γερμανίδα καγκελάριο ηπιότερους όρους, η απάντησή της ότι το σχέδιο διάσωσης πρέπει να πονάει». «Θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι κανένας άλλος δεν θα το θέλει», είπε χαρακτηριστικά η κυρία Μέρκελ, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο κ. Παπανδρέου.

Αντίθετη ήταν η γραμμή του ΔΝΤ, το οποίο τασσόταν, κατά τη WSJ, υπέρ του να δοθεί προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και του να γίνουν οι περικοπές των δαπανών σταδιακά, για να προστατευτεί η οικονομία.

«Η Γερμανία είπε όχι: οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν ταυτοχρόνως με το αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 15,8% του ΑΕΠ το 2009 κάτω από το 3% το 2014». «Χρονοδιάγραμμα το οποίο», όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, «αποδείχθηκε μη ρεαλιστικό: οι περικοπές των δαπανών και η αύξηση των φόρων έσπρωξαν την οικονομία σε τόσο βαθιά ύφεση ώστε να κολλήσει το έλλειμμα στο 10% περίπου του ΑΕΠ».

«Συνήθως όταν  το ΔΝΤ επιβάλλει πολιτικές λιτότητας, επιτρέπει σε μία χώρα να υποτιμήσει το νόμισμά της, με την ελπίδα ότι οι φθηνότερες εξαγωγές της θα αντισταθμίσουν την πτώση της εγχώριας ζήτησης», κάτι που δεν ήταν σε θέση να κάνει η Ελλάδα, η περίπτωση της οποίας «θυμίζει», κατά την εφημερίδα,  την Αργεντινή και το «κλείδωμα» του εθνικού της νομίσματος με το αμερικανικό δολάριο.

Ο οικονομικός σύμβουλος του κ. Παπανδρέου, η εταιρία Lazard Ltd., τον είχε ήδη προειδοποιήσει ότι «τα ομολογιακά χρέη της χώρας ήταν αβάστακτα και χρειάζονταν αναδιάρθρωση», άποψη με την οποία συμφωνούσε και ο τότε επικεφαλής του ΔΝΤ κ. Ντομινίκ Στρος-Καν. Η συγκεκριμένη θέση προσέκρουσε ωστόσο στις αντιρρήσεις τόσο της Γαλλίας, όσο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες φοβήθηκαν, κατά την WSJ, ότι μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να απειλήσει την αξιοπιστία του αξιόχρεου άλλων χωρών του ευρώ. «Η Γερμανία», από την πλευρά της, «θεωρούσε ότι μία «άφεση» του χρέους θα οδηγούσε στη χαλάρωση της πίεσης που ασκείτο στην Αθήνα για την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών».

«Κι εγώ θα ήθελα να μειώσω το έλλειμμά μου στο μισό», φέρεται να είχε δηλώσει τότε η κυρία Μέρκελ προς τον κ. Παπανδρέου σε συνάντησή τους στην έδρα της γερμανικής Καγκελαρίας στο Βερολίνο.

Παρά τις προσπάθειες του τότε υπουργού Οικονομικών κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα πάντα με την αμερικανική εφημερίδα, και την αρχικά θετική άποψη της κοινής γνώμης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν στην εξυγίανση του δημόσιου τομέα και την πάταξη της διαφθοράς, τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο δραματικό, σε σημείο που «την άνοιξη του 2011, η λιτότητα και η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας οδήγησαν την οικονομία σε ελεύθερη πτώση. Οι διαμαρτυρίες συγκλόνισαν το κέντρο της Αθήνας. Δεν υπήρχε πλέον κοινοβουλευτική στήριξη για την έγκριση των μέτρων», γράφει η WSJ.

«Τον Ιούνιο ο κ. Παπανδρέου αντικατέστησε τον υπουργό Οικονομικών του με τον μεγαλύτερο πολιτικό του αντίπαλο», όπως λέει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, «τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο» («έναν από τους μεγαλύτερους ρήτορες από την αρχαιότητα»), αποστολή την οποία ο ίδιος «ανέλαβε απρόθυμα, φοβούμενος ότι θα ήταν καταστροφή για το πολιτικό του μέλλον».

«Πολλοί Ελληνες πίστεψαν ότι (ο κ. Βενιζέλος) θα ήταν σκληρός διαπραγματευτής με την Ευρώπη και το ΔΝΤ» φέροντας καλύτερα αποτελέσματα. Εκαναν λάθος. «Ο μακρύς λόγος» του κ. Βενιζέλου κατά την πρώτη του συμμετοχή στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στο Λουξεμβούργο «χτύπησε» κατά την εφημερίδα «τις λάθος χορδές».

 Ο κ. Βενιζέλος «είπε στους ομολόγους του ότι έπρεπε να χαλαρώσουν στους σκληρούς όρους λιτότητας της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας τις αυξανόμενες πολιτικές δυσκολίες» που αντιμετώπιζε η χώρα. «Χαρακτήρισε τους στόχους για ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας μη ρεαλιστικούς και κατηγόρησε το ευρωπαϊκό δίκαιο ότι καθιστά την πώληση περιουσιακών στοιχείων του κράτους πολύπλοκη. Αφησε να εννοηθεί  ότι η Ευρώπη δεν είχε άλλη επιλογή από το να δανείσει περισσότερα χρήματα, καθώς μία ελληνική χρεοκοπία θα αποσταθεροποιούσε την ευρωζώνη». «Η ελληνική κρίση είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα», είχε πει τότε χαρακτηριστικά.

Εις μάτην. «Οι άλλοι υπουργοί αντέδρασαν με οργή. Κατά τη γνώμη τους, ήταν σαν (σ.σ. ο κ. Βενιζέλος) να προσπαθούσε να αμβλύνει δύσκολες αποφάσεις απειλώντας τους πιστωτές του. Επιδόθηκαν σε μία επίθεση κατά του κ. Βενιζέλου», όπως γράφει η εφημερίδα, «μέχρι τις 2 τα ξημερώματα, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να οικοδομήσει ξανά την αξιοπιστία της προτού λάβει νέα βοήθεια».

Αποτέλεσμα; «Αντί να εγκρίνουν την προγραμματισμένη τρίμηνη δόση, οι υπουργοί έβαλαν πάγο έως ότου η Αθήνα προχωρούσε σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις».

Οι δραματικές στιγμές που βίωσε ο κ. Βενιζέλος καταγράφονται λεπτομερώς. «Καθώς η σύνοδος έφθανε στο τέλος της, ο κ. Βενιζέλος προσπάθησε για άλλη μία φορά να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση, κάτι που θα του επέτρεπε μία πολιτική νίκη στην πατρίδα του. «Βρίσκομαι εδώ για πρώτη φορά», φέρεται να είπε. «Θα έκανε άσχημη εντύπωση αν η δόση δεν εγκριθεί». Εκκληση η οποία «προκάλεσε το οργισμένο ξέσπασμα του ολλανδού ομολόγου του κ. Γιαν Κίις ντε Γιάγκερ».

Στις 23 Ιουνίου εξάλλου, «η κυρία Μέρκελ και άλλοι αρχηγοί ευρωπαϊκών συντηρητικών κομμάτων κάλεσαν στις Βρυξέλλες τον κ. Σαμαρά. Επί τρεις ώρες προσπαθούσαν να τον πείσουν να στηρίξει το πρόγραμμα. Ο κ. Σαμαράς τους απάντησε ότι το πρόγραμμα είναι καταδικασμένο να αποτύχει. «Τότε θα χρειαστείτε ένα σχέδιο-Β και είμαι ο μόνος που μπορώ να το φέρω εις πέρας», φέρεται να δήλωσε.

Ο κ. Σαμαράς εμφανίστηκε πρόθυμος να μειώσει το έλλειμμα, μέσω όμως μείωσης της φορολόγησης, κάτι που θα οδηγούσε, κατά τη γνώμη του, στην ώθηση της οικονομίας. Η άποψή του βρήκε σύμμαχο, σύμφωνα με τη WSJ, μόνο τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν. 

Ο κ. Βενιζέλος από την πλευρά του, «προσπάθησε ξανά να επιβάλλει χαλάρωση των όρων του σχεδίου διάσωσης τον Σεπτέμβριο». «Κατά τη διάρκεια μεταμεσονύκτιων συνομιλιών  στο υπουργείο Οικονομικών, επιθεωρητές από το ΔΝΤ και την ΕΕ τον πίεσαν να προχωρήσει στην απόλυση εργαζομένων του δημοσίου τομέα και στο κλείσιμο προβληματικών κρατικών επιχειρήσεων».

Ο κ. Βενιζέλος αρνήθηκε. «Δεν θέλω  να μπω σε μία τεχνικής φύσεως συζήτηση μαζί σας. Το ζήτημα είναι πολιτικό», φέρεται να είπε. «Οι επιθεωρητές του απάντησαν ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν πολιτικές παραχωρήσεις και αποχώρησαν από την Αθήνα χωρίς να εισηγηθούν την απελευθέρωση της επόμενης δόσης για την Ελλάδα».

Το τι ακολούθησε κινείται στα όρια του δράματος. Η χώρα βρέθηκε ξανά στο χείλος του γκρεμού, με «το υπουργείο Οικονομικών να διαθέτει λιγότερο από ένα δισ. ευρώ στα ταμεία του. Ο λογαριασμός για τη μηνιαία καταβολή μισθών και συντάξεων του Δημοσίου ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος. Η κυβέρνηση της Ελλάδας γλίτωσε τη χρεοκοπία μόνο επιλέγοντας να μην πληρώσει τους προμηθευτές της».

«Ο κ. Βενιζέλος έπρεπε να στραφεί ξανά προς τους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών, οι οποίοι θα είχαν συνάντηση στο Βρότσλαβ της Πολωνίας στα μέσα Σεπτεμβρίου». «Το βράδυ πριν από τη σύνοδο», γράφει η εφημερίδα, «ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στρίμωξε τον κ. Βενιζέλο στο μπαρ του ξενοδοχείου που διέμεναν, και του ξεκαθάρισε, εν μέσω μίας μπουκάλας κρασιού για λεπτά γούστα, ότι η Ευρώπη έχει εξαντλήσει τα όρια ανοχής της με την Ελλάδα».

«Αν θέλετε να παραμείνετε στο ευρώ, πρέπει να πάρετε μέτρα», φέρεται να είπε ο κ. Σόιμπλε. «Η Ελλάδα επιθυμεί να παραμείνει στο ευρώ», απάντησε ο έλληνας υπουργός Οικονομικών, ο οποίος, σύμφωνα με αξιωματούχους που επικαλείται η εφημερίδα «έγινε πιο συνεργάσιμος».

«Το ελληνικό πρόγραμμα ωστόσο είχε εκτροχιαστεί δραματικά», όπως γράφει η WSJ. «Τον Οκτώβριο, το ΔΝΤ, υπό την αυστηρή πλέον ηγεσία της πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ, ανάγκασε την Ευρώπη να έρθει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα: τα νούμερα δεν έβγαιναν».

Η «διάγνωση» ανάγκασε τους ευρωπαίους ηγέτες να ελαφρύνουν το χρέος της Ελλάδας, με το ευρωπαϊκό συμβούλιο της 26ης Οκτωβρίου να οδηγεί στο (περιβόητο) κούρεμα στο 53,5% των ελληνικών ομολόγων.

«Η κυρία Μέρκελ και οι άλλοι ηγέτες της ευρωζώνης θεώρησαν το κούρεμα και τη νέα δανειακή συμφωνία ικανά για να ρυθμίσουν το ελληνικό ζήτημα. Στην Αθήνα ωστόσο η κυβέρνηση φυλλορροούσε», σχολιάζει χαρακτηριστικά η αμερικανική εφημερίδα.

«Εν μέσω της διογκούμενης κοινωνικής αναταραχής και της όλο και ισχνότερης στήριξής του στο κοινοβούλιο ο κ. Παπανδρέου πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το νέο σχέδιο».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Στο δράμα που εκτυλίχθηκε στις (κινηματογραφικές) Κάνες, «στις 2 Νοεμβρίου, εξοργισμένοι από το ελληνικό απρόοπτο, η κυρία Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί έθεσαν στον κ. Παπανδρέου το δίλημμα: εφαρμογή του προγράμματος ή έξοδος από το ευρώ».

«Κατά την επιστροφή του αεροπλάνου στην Αθήνα εκείνη τη νύχτα, ο κ. Παπανδρέου αποφάσισε ότι χρειαζόταν λίγο ύπνο. Ο κ. Βενιζέλος έμεινε ξάγρυπνος, πήρε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα δελτίο Τύπου που ακύρωνε το δημοψήφισμα. «Η θέση της Ελλάδας στο ευρώ αποτελεί ιστορική κατάκτηση… που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί», έγραψε. Οταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο, στις 4:45 τα ξημερώματα, έδωσε στη δημοσιότητα το κείμενο χωρίς να ενημερώσει τον κ. Παπανδρέου».

«Βουλευτές προσκείμενοι στον κ. Βενιζέλο αμφισβήτησαν τον κ. Παπανδρέου». Ο τελευταίος αναγκάστηκε σε παραίτηση καθώς οι ωμές και ανοιχτές πλέον «απειλές περί εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη σόκαραν την ελληνική κοινή γνώμη».

«Σοκαρισμένος» ήταν κατά την εφημερίδα και ο κ. Σαμαράς. «Σαμαράς και Βενιζέλος αναγκάστηκαν να γίνουν απρόθυμοι συνεταίροι, στηρίζοντας έναν νέο πρωθυπουργό, τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη κ. Λουκά Παπαδήμο».

«Ο κ. Παπαδήμος ωστόσο, ένα προσεκτικό πρώην στέλεχος της ΕΚΤ, στερούνταν της απαραίτητης πολιτικής ισχύος για τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και του κράτους εξαιτίας ενός απρόθυμου κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα», όπως υποστηρίζει η εφημερίδα, «το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων να παραμένει στον πάγο μέχρι τις εκλογές του Μαΐου», τις οποίες «απαίτησε ο κ. Σαμαράς». «Οι σύμβουλοί του δεν πίστευαν τις δημοσκοπήσεις, ο οποίες έδειχναν να καταρρέει η στήριξη των δύο μεγάλων κομμάτων και να αυξάνονται οι ψήφοι για τους κομμουνιστές, τους νεοναζί και άλλες ριζοσπαστικές ομάδες», όπως αναφέρει η εφημερίδα.

«Στις 6 Μαΐου ωστόσο, Νέα Δημοκρατία και ΠαΣοΚ υπέστησαν πλήγμα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έδειχναν οι δημοσκοπήσεις», τονίζει η WSJ.

Και καταλήγει: «Ο λαός κατηγορεί τα δύο μεγάλα κόμματα του κατεστημένου ότι ήταν αυτά που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση χρέους, και ότι ακολούθως την κατέστρεψαν, στη προσπάθειά τους να βγουν από αυτήν».

http://www.tovima.gr/