Εργατικό ατύχημα
α) Έννοια εργατικού ατυχήματος
Με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8, παρ. 4 και 34, παρ. 1 του Α.Ν.1846/1951, συνάγεται ότι ως εργατικό ατύχημα θεωρείται παν ζημιογόνο για την υγεία του ασφαλισμένου βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής ή σε επαγγελματική ασθένεια και το οποίο τελεί σε “αιτιώδη – άμεσο ή έμμεσο – σύνδεσμο προς αυτή”. Συνεπώς, για να θεωρηθεί ως εργατικό ένα ατύχημα που προκαλείται σε μισθωτό, πρέπει το βίαιο συμβάν (το οποίο προκάλεσε το ατύχημα στο μισθωτό) να έχει λάβει χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Επιπροσθέτως, το βίαιο συμβάν πρέπει να συνδέεται τοπικά και χρονικά με την παροχή της εργασίας, δηλαδή, για να θεωρηθεί ως εργατικό ένα ατύχημα, πρέπει το ατύχημα αυτό να συντελεσθεί, αφενός μεν, στον εργασιακό χώρο (στο χώρο που παρέχει εν γνώσει του εργοδότη ο μισθωτός την εργασία του), αφετέρου δε, κατά το χρόνο (το ωράριο) της απασχόλησής του.
Επίσης, ως εργατικό ατύχημα μπορεί να νοηθεί και το βίαιο συμβάν το οποίο, αν και δεν έχει συντελεσθεί στο χώρο εργασίας του μισθωτού ή κατά το ωράριο απασχόλησής του, εν τούτοις προκλήθηκε εξ αφορμής της παροχής εργασίας. Τούτο σημαίνει ότι εκείνο το ατύχημα το οποίο συνέβη εξ αφορμής της εργασίας και το οποίο δεν είχε ευθεία και άμεση σύνδεση με αυτή καθ’ αυτή την εκτέλεση της εργασίας εκ μέρους του μισθωτού, θεωρείται ως εργατικό ατύχημα, από τη στιγμή που η εργασία κρίνεται πως ήταν η αφορμή που ο ασφαλισμένος μισθωτός εκτέθηκε σε κίνδυνο και υπέστη τελικά το ατύχημα. Εργατικό ατύχημα θεωρείται το ατύχημα που δεν είναι μεν άμεση συνέπεια της παρεχόμενης εργασίας, αλλά συνδέεται με αυτή σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, για το λόγο ότι εξαιτίας της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες αναγκαίες συνθήκες για την επέλευση του ατυχήματος (Α.Π.299/1977 και 530/1978).
Εξ όσων συνάγονται από τα ανωτέρω, ως εργατικό ατύχημα μπορεί να νοηθεί και το ατύχημα που προκαλείται σε ασφαλισμένο μισθωτό κατά τη διάρκεια της διαδρομής που ακολουθεί από την κατοικία του προς τον τόπο εργασίας του ή και αντίστροφα, με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο κοινής χρήσης, με τη χρησιμοποίηση όμως του συνήθους δρομολογίου, αρκεί να υπάρχει στον ασφαλισμένο η πρόθεση να μεταβεί στην εργασία του ή να επιστρέψει απ’ αυτή και να μην διασπάται ο απαιτούμενος με την εργασία αιτιώδης σύνδεσμος του βίαιου συμβάντος, όπως π.χ. όταν ο ενδιαφερόμενος παρεκκλίνει από τη συνήθη διαδρομή του ή προβαίνει σε ενέργεια ξένη προς τη μετάβαση ή επιστροφή (Πρωτοδικείο Αθηνών: 4388/1979).
Επίσης, ως εργατικό χαρακτηρίζεται το ατύχημα το οποίο οφείλεται σε αιφνίδιο και βίαιο εξωτερικό συμβάν, το οποίο δεν συνδέεται με την κατάσταση της υγείας του παθόντος ασφαλισμένου. Για παράδειγμα, το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη μισθωτός και το οποίο προκλήθηκε υπό καθεστώς εξαντλητικής και ανθυγιεινής απασχόλησης αυτού, συνιστά εργατικό ατύχημα. Αντίθετα, το ίδιο συμβάν (το καρδιακό επεισόδιο) δεν εκλαμβάνεται ως εργατικό ατύχημα, από τη στιγμή που οι συνθήκες απασχόλησης του μισθωτού κρίθηκαν κανονικές και δεν συνετέλεσαν έμμεσα ή άμεσα σ’ αυτό. Οι παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ στην περίπτωση ασθένειας καταβάλλονται, όπως είναι φυσικό, στο δικαιούχο ασφαλισμένο και στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος. Το επίδομα ασθένειας, στις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλεται από την ημέρα αναγγελίας του εργατικού ατυχήματος στο ΙΚΑ, χωρίς προς τούτο να απαιτείται τριήμερη διάρκεια αναμονής, με την προϋπόθεση ότι η ανικανότητα προς εργασία ου ασφαλισμένου που υπέστη εργατικό ατύχημα διαρκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών.
Στην περίπτωση που η ανικανότητα προς εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος του ασφαλισμένου έχει χρονική διάρκεια μέχρι και τρεις (3) ημέρες, τότε υπολογίζεται όπως και στην απλή ασθένεια το τριήμερο αναμονής. Οι παροχές του ΙΚΑ, στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος, χορηγούνται στο δικαιούχο ασφαλισμένο, ανεξάρτητα με το χρόνο απασχόλησης και ασφάλισής του. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η πραγματοποίηση εκ μέρους του ενός ορισμένου αριθμού ημερών απασχόλησης, όπως στην περίπτωση της απλής ασθένειας που απαιτείται 10ήμερη παροχή πραγματικής εργασίας.
Ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον ασφαλισμένο που υπέστη εργατικό ατύχημα τις αποδοχές των ημερών ασθένειας που δικαιούται, όπως και για την απλή ασθένεια, ήτοι τις αποδοχές μέχρι συμπληρώσεως του μισού (1/2) μισθού [ή των δέκα τριών (13) ημερομισθίων] ή του ενός (1) μισθού [ή των είκοσι έξι (26) ημερομισθίων], ανάλογα με το εάν έχει χρόνο προϋπηρεσίας μικρότερο ή μεγαλύτερο του ενός (1) έτους, αντίστοιχα, στον εργοδότη που τον απασχολεί.
Επίσης, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει αποζημίωση στο μισθωτό που υπέστη εργατικό ατύχημα, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο καθορισθεί με απόφαση των Δικαστηρίων. Το εργατικό ατύχημα πρέπει να δηλωθεί στο ΙΚΑ μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημέρα του ατυχήματος και τούτο για να μπορέσει ο παθών μισθωτός να εισπράξει τις παροχές που προβλέπονται από το Ιδρυμα. Στην προθεσμία αυτή αναγγελίας του ατυχήματος [των πέντε (5) ημερών] στο ΙΚΑ δεν υπολογίζεται η ημέρα που έγινε το ατύχημα. Το ΙΚΑ, τονίζεται ότι, δέχεται και εκπρόθεσμη δήλωση ατυχήματος, αν πεισθεί ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι, ανεξάρτητοι από τη θέληση των δηλούντων που προκάλεσαν την καθυστέρηση αναγγελίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι εξήντα (60)ημέρες. Επίσης, σε περίπτωση ατυχήματος που προκάλεσε απόλυτη αναπηρία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι ένα (1) χρόνο και σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος μέχρι δύο (2) χρόνια (Σ.Ε. 188/1983, Τμήμα Α’, 732/1983, Τμήμα Α’).
Επιπροσθέτως, τονίζεται ότι η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος γίνεται στο πλησιέστερο Υποκατάστημα του ΙΚΑ και, αν αυτό είναι αδύνατο, στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή, η οποία διαβιβάζει την αναγγελία στο ΙΚΑ. Η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τα αναλυτικά στοιχεία τόσο του εργοδότη, όσο και του παθόντος μισθωτού(ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κ.λπ.), καθώς και λεπτομέρειες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το ατύχημα.
Στην περίπτωση που, λόγω εργατικού ατυχήματος, επέλθει αναπηρία ή θάνατος του ασφαλισμένου, τότε το ΙΚΑ χορηγεί σύνταξη λόγω αναπηρίας στον ασφαλισμένο ή σύνταξη λόγω θανάτου στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του, αντίστοιχα.
β) Αναγγελία εργατικού ατυχήματος
Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, η εταιρία η οποία απασχολεί τον παθόντα μισθωτό οφείλει να συντάξει δελτίο αναγγελίας ατυχήματος, στο οποίο να αναφέρει τα στοιχεία της εταιρίας αναλυτικά, καθώς επίσης και τα στοιχεία του παθόντος (ονοματεπώνυμο, ειδικότητα, τόπο κατοικίας κ.λπ.). Επίσης, στο δελτίο αυτό πρέπει να αναγράφονται πόσες ώρες και ημέρες έμεινε εκτός υπηρεσίας ο παθών, καθώς και σύντομο ιστορικό (περιγραφή του ατυχήματος και πρέπει να επισυνάπτεται, αν υπάρχει, ιατρική γνωμάτευση). Το δελτίο αυτό αναγγελίας ατυχήματος πρέπει να κατατίθεται στο Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ).
Υπάρχει, επίσης, υποχρέωση να δηλωθεί το ατύχημα στο οικείο Υποκατάστημα του ΙΚΑ της περιοχής της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, πρέπει να υποβληθεί δήλωση ατυχήματος στο Τμήμα Παροχών του Υποκαταστήματος, στο οποίο πρέπει να προσκομισθούν και τα βιβλιάρια ενσήμων των τελευταίων ετών του παθόντος. Τέλος, η επιχείρηση έχει την υποχρέωση να δηλώσει το ατύχημα και στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα της επιχείρησης.
γ) Εργατικό ατύχημα και έκταση απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση αποζημίωσης
Από τις διατάξεις των άρθρων 34, παρ. 2 και 60, παρ. 3 του Α.Ν.1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις του άρθρου 16, παρ. 1 και 3 του Ν.551/1914, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.`24-7`/25.8.1920, προκύπτει ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό ατύχημα), υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζόμενου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Α.Κ.), όσο και από την προβλεπόμενη από το Ν.551/1914 ειδική αποζημίωση.
Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από αυτόν, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34, παρ. 2 του Α.Ν.1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης που οφείλεται, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και του συνολικού ποσού των παροχών που χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ λόγω του ατυχήματος.
Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη, αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της “ειδικής αμέλειας”, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών μετους όρους ασφαλείας των εργαζομένων. Η αυτή απαλλαγή ισχύει και για το πρόσωπο που προστήθηκε από τον εργοδότη. Ετσι, ο εργαζόμενος που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη ατύχημα (που δεν οφείλεται σε δόλο), δικαιούται μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ.
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 929 του Α.Κ., κατά την οποία η υποχρέωση προς αποζημίωση υφίσταται και έναντι τρίτου, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα, καθιερώνει σύμφωνα με το προϊσχύσαν οικογενειακό δίκαιο εξαιρετικά αξίωση αποζημίωσης του εμμέσως ζημιουμένου συζύγου από τη στέρηση των υπηρεσιών της παθούσας συζύγου, γιατί η παλαιά διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ. περιέχει σαφώς υποχρέωση της συζύγου να παρέχει υπηρεσίες στο σύζυγο στα πλαίσια του νοικοκυριού. Με τη μεταρρύθμιση, όμως, του οικογενειακού δικαίου, που έγινε με το Ν.1329/1983, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με άλλη.
Με τη νέα διάταξη δεν καθιερώνεται πλέον αυτοτελής υποχρέωση της συζύγου έναντι του συζύγου της για παροχή σ’ αυτόν υπηρεσιών, αλλά καθιερώνεται, στα πλαίσια της συνταγματικά κατοχυρωμένης ισονομίας των δύο συζύγων, αμοιβαία υποχρέωσή τους για συνεισφορά του καθενός, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Ετσι, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, ο σύζυγος δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τη σύζυγο την παροχή υπηρεσιών και, επομένως, δεν έχει αξίωση και κατά του ζημιώσαντος για τη στέρηση των υπηρεσιών αυτών. Φορέας της αξίωσης αυτής είναι μόνο η σύζυγος (και όχι ο αντανακλαστικά θιγόμενος σύζυγος) και αυτή μόνο μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από το ζημιώσαντα, για το λόγο ότι, από τη σωματική βλάβη που τελέσθηκε εις βάρος της, δεν μπορεί η ίδια να συνεισφέρει στις οικογενειακές της ανάγκες με την προσωπική της εργασία και βρέθηκε στην ανάγκη να προσλάβει οικιακή βοηθό για την αναπλήρωση του κενού (Εφετείο Θεσσαλονίκης: 1396/1993).